Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλάζομαι
ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
View word page
ἀπο-πλήσσομαι
ἀποπλήσσομαιpass.vb be struck senselessby newsS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπλήσσομαι
Headword (normalized):
ἀποπλήσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπλησσομαι
IDX:
210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-211
Key:
ἀποπλήσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πλήσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πλήσσομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be struck senseless<Expl>by news</Expl></Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπλήσσομαι'}