Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
καρκαίρω
καρκίνος
View word page
κάρδοπος
κάρδοποςουf dough-trough, kneading-trayAr. Pl.

ShortDef

a kneading-trough

Debugging

Headword:
κάρδοπος
Headword (normalized):
κάρδοπος
Headword (normalized/stripped):
καρδοπος
IDX:
21094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21095
Key:
κάρδοπος

Data

{'headword_display': '<b>κάρδοπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάρδοπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dough-trough, kneading-tray</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάρδοπος'}