Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
καρκαίρω
View word page
καρδιο-φύλαξ
καρδιοφύλαξακοςm chest-guardbreastplatePlb.

ShortDef

breastplate

Debugging

Headword:
καρδιοφύλαξ
Headword (normalized):
καρδιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
καρδιοφυλαξ
IDX:
21093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21094
Key:
καρδιοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>καρδιο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρδιο<hyph/>φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>chest-guard</Def><Tr>breastplate</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρδιοφύλαξ'}