Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάρᾱνος
καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
View word page
καρδιό-δηκτος
καρδιόδηκτοςονadjδάκνω of the power of a malign daimongnawing away at the heartA.

ShortDef

gnawing the heart

Debugging

Headword:
καρδιόδηκτος
Headword (normalized):
καρδιόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοδηκτος
IDX:
21092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21093
Key:
καρδιόδηκτος

Data

{'headword_display': '<b>καρδιό-δηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρδιό<hyph/>δηκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δάκνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the power of a malign daimon</Indic><Tr>gnawing away at the heart</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρδιόδηκτος'}