Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάρᾱνον
κάρᾱνος
καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
View word page
καρδιο-γνώστης
καρδιογνώστηςουm knower of heartsref. to GodNT.

ShortDef

knower of hearts

Debugging

Headword:
καρδιογνώστης
Headword (normalized):
καρδιογνώστης
Headword (normalized/stripped):
καρδιογνωστης
IDX:
21091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21092
Key:
καρδιογνώστης

Data

{'headword_display': '<b>καρδιο-γνώστης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρδιο<hyph/>γνώστης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>knower of hearts<Expl>ref. to God</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρδιογνώστης'}