Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρᾱδοκέω
κάρᾱνα
καρᾱνιστήρ
καρᾱνιστής
κάρᾱνον
κάρᾱνος
καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
View word page
καρβάτιναι
καρβάτιναιῶνf.pl rawhide sandalsX.

ShortDef

shoes of undressed leather, brogues

Debugging

Headword:
καρβάτιναι
Headword (normalized):
καρβάτιναι
Headword (normalized/stripped):
καρβατιναι
IDX:
21087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21088
Key:
καρβάτιναι

Data

{'headword_display': '<b>καρβάτιναι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρβάτιναι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS></HG> <nS1><Tr>rawhide sandals</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρβάτιναι'}