Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱ́ρ
Κᾱ́ρ
κάρᾱ
καρᾱδοκέω
κάρᾱνα
καρᾱνιστήρ
καρᾱνιστής
κάρᾱνον
κάρᾱνος
καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
View word page
καρᾱτομέω
καρᾱτομέωcontr.vbκαρᾱ́τομος beheada person, a GorgonE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρᾱτομέω
Headword (normalized):
καρᾱτομέω
Headword (normalized/stripped):
καρατομεω
IDX:
21084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21085
Key:
καρᾱτομέω

Data

{'headword_display': '<b>καρᾱτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καρᾱτομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>καρᾱ́τομος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>behead</Tr><Obj>a person, a Gorgon<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καρᾱτομέω'}