Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καπφθίμενος
κάρ
κάρ
κάρ
κᾱ́ρ
Κᾱ́ρ
κάρᾱ
καρᾱδοκέω
κάρᾱνα
καρᾱνιστήρ
καρᾱνιστής
κάρᾱνον
κάρᾱνος
καρᾱνόω
καρᾱτομέω
καρᾱ́τομος
κάρβᾱνος
καρβάτιναι
καρδαμίζω
κάρδαμον
καρδίᾱ
View word page
καρᾱνιστής
καρᾱνιστήςοῦmasc.adjof deathby beheadingE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρᾱνιστής
Headword (normalized):
καρᾱνιστής
Headword (normalized/stripped):
καρανιστης
IDX:
21080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21081
Key:
καρᾱνιστής

Data

{'headword_display': '<b>καρᾱνιστής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρᾱνιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>masc.adj</PS></HG><aS1><Indic>of death</Indic><Tr>by beheading</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρᾱνιστής'}