Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Καππαδόκης
καππαύω
κάππεσον
κάππιον
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
κάπτω
καπυρός
καπφθίμενος
κάρ
κάρ
κάρ
κᾱ́ρ
Κᾱ́ρ
κάρᾱ
καρᾱδοκέω
κάρᾱνα
καρᾱνιστήρ
καρᾱνιστής
View word page
καπφθίμενος
καπφθίμενοςdial.athem.aor.mid.ptcpl.seeκαταφθίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπφθίμενος
Headword (normalized):
καπφθίμενος
Headword (normalized/stripped):
καπφθιμενος
IDX:
21070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21071
Key:
καπφθίμενος

Data

{'headword_display': '<b>καπφθίμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>καπφθίμενος<LblR>dial.athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταφθίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καπφθίμενος'}