Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
View word page
ἀ-δοξοποίητος
ἀ-δοξοποίητοςονadjδοξοποιέομαι of animalsnot endowed with the faculty of thoughtunreasoningPlb.

ShortDef

not forming notions, unreasoning

Debugging

Headword:
ἀδοξοποίητος
Headword (normalized):
ἀδοξοποίητος
Headword (normalized/stripped):
αδοξοποιητος
IDX:
2105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2106
Key:
ἀδοξοποίητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δοξοποίητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-δοξοποίητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δοξοποιέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Def>not endowed with the faculty of thought</Def><Tr>unreasoning</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδοξοποίητος'}