Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
κάππα
Καππαδόκης
καππαύω
κάππεσον
κάππιον
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
View word page
καπνώδης
καπνώδηςεςadj of airsmoke-likemisty, foggyPlb.

ShortDef

smoky

Debugging

Headword:
καπνώδης
Headword (normalized):
καπνώδης
Headword (normalized/stripped):
καπνωδης
IDX:
21057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21058
Key:
καπνώδης

Data

{'headword_display': '<b>καπνώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καπνώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of air</Indic><Def>smoke-like</Def><Tr>misty, foggy</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καπνώδης'}