Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
κάππα
Καππαδόκης
καππαύω
κάππεσον
κάππιον
καππυρίζω
View word page
καπνο-δόκη
καπνοδόκηηςIon.fδέχομαι smoke-holechimneyHdt.

ShortDef

a smoke-receiver

Debugging

Headword:
καπνοδόκη
Headword (normalized):
καπνοδόκη
Headword (normalized/stripped):
καπνοδοκη
IDX:
21054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21055
Key:
καπνοδόκη

Data

{'headword_display': '<b>καπνο-δόκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καπνο<hyph/>δόκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>smoke-hole</Def><Tr>chimney</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καπνοδόκη'}