Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
κάππα
Καππαδόκης
καππαύω
κάππεσον
View word page
καπνιάω
καπνιάωcontr.vbep.3pl.w.diect.
καπνιόωσι
smoke outa swarm of beesAR.

ShortDef

smoke

Debugging

Headword:
καπνιάω
Headword (normalized):
καπνιάω
Headword (normalized/stripped):
καπνιαω
IDX:
21052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21053
Key:
καπνιάω

Data

{'headword_display': '<b>καπνιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καπνιάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>καπνιόωσι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>smoke out</Tr><Obj>a swarm of bees<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καπνιάω'}