Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
κάππα
Καππαδόκης
καππαύω
View word page
κάπνη
κάπνηηςfκαπνός smoke-holechimneyAr.

ShortDef

smoke outlet

Debugging

Headword:
κάπνη
Headword (normalized):
κάπνη
Headword (normalized/stripped):
καπνη
IDX:
21051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21052
Key:
κάπνη

Data

{'headword_display': '<b>κάπνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάπνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καπνός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>smoke-hole</Def><Tr>chimney</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάπνη'}