Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
κάππα
Καππαδόκης
View word page
καπίθη
καπίθηηςfloanwd. Persian grain-measureequiv. to two Attic khoinikesX.

ShortDef

a measure containing two

Debugging

Headword:
καπίθη
Headword (normalized):
καπίθη
Headword (normalized/stripped):
καπιθη
IDX:
21050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21051
Key:
καπίθη

Data

{'headword_display': '<b>καπίθη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καπίθη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>loanwd.</Ety></HG> <nS1><Def>Persian grain-measure<Expl>equiv. to two Attic khoinikes</Expl></Def><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καπίθη'}