Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
καπνώδης
κᾶπος
View word page
καπηλίς
καπηλίςίδοςf tavern-keeperbarmaidAr. Plu.

ShortDef

saleswoman

Debugging

Headword:
καπηλίς
Headword (normalized):
καπηλίς
Headword (normalized/stripped):
καπηλις
IDX:
21048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21049
Key:
καπηλίς

Data

{'headword_display': '<b>καπηλίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καπηλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>tavern-keeper<or/>barmaid</Tr><Au>Ar. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καπηλίς'}