Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
κάπνη
καπνιάω
καπνίζω
καπνοδόκη
καπνόομαι
View word page
καπηλευτικά
καπηλευτικάῶνn.pl retail-trade mattersPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπηλευτικά
Headword (normalized):
καπηλευτικά
Headword (normalized/stripped):
καπηλευτικα
IDX:
21045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21046
Key:
καπηλευτικά

Data

{'headword_display': '<b>καπηλευτικά</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καπηλευτικά</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>retail-trade matters</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καπηλευτικά'}