Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
καπίθη
View word page
κάπετον
κάπετονdial.aor.2seeκαταπίπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάπετον
Headword (normalized):
κάπετον
Headword (normalized/stripped):
καπετον
IDX:
21040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21041
Key:
κάπετον

Data

{'headword_display': '<b>κάπετον</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάπετον<LblR>dial.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταπίπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάπετον'}