Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
View word page
Κανωπῑ́της
Κανωπῑ́τηςmasc.adj see underΚάνωβος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κανωπῑ́της
Headword (normalized):
κανωπῑ́της
Headword (normalized/stripped):
κανωπιτης
IDX:
21038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21039
Key:
Κανωπῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>Κανωπῑ́της</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Κανωπῑ́της</HL><PS>masc.adj</PS></HG> <XR>see under<Ref>Κάνωβος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Κανωπῑ́της'}