Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
καπηλευτικά
καπηλεύω
καπηλικός
View word page
κανών2
κανών2aor.2 ptcpl.seeκαίνω

ShortDef

any straight rod

Debugging

Headword:
κανών
Headword (normalized):
κανών
Headword (normalized/stripped):
κανων
IDX:
21037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21038
Key:
κανών_2

Data

{'headword_display': '<b>κανών</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>κανών<Hm>2</Hm><LblR>aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κανών_2'}