Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
καπηλείᾱ
καπηλεῖον
View word page
κανῶ
κανῶfut.seeκαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κανῶ
Headword (normalized):
κανῶ
Headword (normalized/stripped):
κανω
IDX:
21034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21035
Key:
κανῶ

Data

{'headword_display': '<b>κανῶ</b>', 'content': '<XE><RefFm>κανῶ<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κανῶ'}