Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
κάπετος
κάπη
View word page
κανοῦν
κανοῦνAtt.nseeκάνεον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κανοῦν
Headword (normalized):
κανοῦν
Headword (normalized/stripped):
κανουν
IDX:
21032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21033
Key:
κανοῦν

Data

{'headword_display': '<b>κανοῦν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κανοῦν</HL><PS>Att.n</PS></HG><XR>see<Ref>κάνεον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κανοῦν'}