Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
κάπετον
View word page
κανονίζω
κανονίζωvbκανών1 evaluate, regulateone's actionsw.dat.by reference to pleasure and painArist.

ShortDef

to measure by rule

Debugging

Headword:
κανονίζω
Headword (normalized):
κανονίζω
Headword (normalized/stripped):
κανονιζω
IDX:
21030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21031
Key:
κανονίζω

Data

{'headword_display': '<b>κανονίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κανονίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>κανών<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>evaluate, regulate</Tr><Obj>one's actions<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by reference to pleasure and pain</Expl><Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κανονίζω'}