Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
Κανωπῑ́της
κάπ
View word page
καννεύσᾱς
καννεύσᾱς
ep.aor.ptcpl.
see
κατανεύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καννεύσᾱς
Headword (normalized):
καννεύσᾱς
Headword (normalized/stripped):
καννευσας
IDX:
21029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21030
Key:
καννεύσᾱς
Data
{'headword_display': '<b>καννεύσᾱς</b>', 'content': '<XE><RefFm>καννεύσᾱς<LblR>ep.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατανεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καννεύσᾱς'}