Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
κανῶ
Κάνωβος
κανών
κανών
View word page
κάνναθρον
κάνναθρονουnκάνναι rush-work carriageX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάνναθρον
Headword (normalized):
κάνναθρον
Headword (normalized/stripped):
κανναθρον
IDX:
21027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21028
Key:
κάνναθρον

Data

{'headword_display': '<b>κάνναθρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάνναθρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κάνναι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rush-work carriage</Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάνναθρον'}