Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
κάνυστρον
View word page
κανθήλιος
κανθήλιοςουm sts. appos.w. ὄνος donkeypack-assAr. Pl. X.

ShortDef

a large sort of ass

Debugging

Headword:
κανθήλιος
Headword (normalized):
κανθήλιος
Headword (normalized/stripped):
κανθηλιος
IDX:
21023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21024
Key:
κανθήλιος

Data

{'headword_display': '<b>κανθήλιος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κανθήλιος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>sts. appos.w. <Ref>ὄνος</Ref> <ital>donkey</ital></Indic><Tr>pack-ass</Tr><Au>Ar. Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κανθήλιος'}