Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
κανονίς
κανοῦν
View word page
κανθήλια
κανθήλιαωνn.pl panniers, saddle-bagscarried by a pack-animalAr. Plb.

ShortDef

the panniers

Debugging

Headword:
κανθήλια
Headword (normalized):
κανθήλια
Headword (normalized/stripped):
κανθηλια
IDX:
21022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21023
Key:
κανθήλια

Data

{'headword_display': '<b>κανθήλια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κανθήλια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>panniers, saddle-bags<Expl>carried by a pack-animal</Expl></Tr><Au>Ar. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κανθήλια'}