Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
κανονίζω
View word page
κανη-φόρος
κανηφόρος
dial.κανᾱφόρος
ουfκάνεονφέρω
basket-carrierref. to a young girl who carried the basket, containing items needed for a sacrifice, in a religious processionAr. Theoc.

ShortDef

carrying a basket

Debugging

Headword:
κανηφόρος
Headword (normalized):
κανηφόρος
Headword (normalized/stripped):
κανηφορος
IDX:
21020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21021
Key:
κανηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κανη-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κανη<hyph/>φόρος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κανᾱφόρος</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κάνεον</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>basket-carrier<Expl>ref. to a young girl who carried the basket, containing items needed for a sacrifice, in a religious procession</Expl></Tr><Au>Ar. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κανηφόρος'}