Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
καννεύσᾱς
View word page
κανηφορίᾱ
κανηφορίᾱᾱςf act of serving as basket-carrierPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κανηφορίᾱ
Headword (normalized):
κανηφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κανηφορια
IDX:
21019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21020
Key:
κανηφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κανηφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κανηφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>act of serving as basket-carrier</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κανηφορίᾱ'}