Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
κάνναι
View word page
κανηφορέω
κανηφορέωcontr.vbκανηφόρος of a young girlserve as basket-carrierAr. Arist. fig., of a sieve, white w. flour, envisaged as the young girl whitened w. cosmeticsAr.

ShortDef

to carry the sacred basket in procession

Debugging

Headword:
κανηφορέω
Headword (normalized):
κανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
κανηφορεω
IDX:
21018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21019
Key:
κανηφορέω

Data

{'headword_display': '<b>κανηφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κανηφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κανηφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a young girl</Indic><Tr>serve as basket-carrier</Tr><Au>Ar. Arist.</Au> <vS2><Indic>fig., of a sieve, white w. flour, envisaged as the young girl whitened w. cosmetics</Indic><Au>Ar.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κανηφορέω'}