Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καναχᾱ́πους
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
κάνναβις
κάνναθρον
View word page
κάνης
κάνηςητοςm reed-matPlu.

ShortDef

a mat of reeds

Debugging

Headword:
κάνης
Headword (normalized):
κάνης
Headword (normalized/stripped):
κανης
IDX:
21017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21018
Key:
κάνης

Data

{'headword_display': '<b>κάνης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάνης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>reed-mat</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάνης'}