Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱ̓́ν
κανᾱφόρος
καναχᾱ́πους
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κανθοί
κάνθων
View word page
κανδύτᾱνες
κανδύτᾱνεςωνm.pl containers for storing clothestrunks, chestsMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κανδύτᾱνες
Headword (normalized):
κανδύτᾱνες
Headword (normalized/stripped):
κανδυτανες
IDX:
21015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21016
Key:
κανδύτᾱνες

Data

{'headword_display': '<b>κανδύτᾱνες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κανδύτᾱνες</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Def>containers for storing clothes</Def><Tr>trunks, chests</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κανδύτᾱνες'}