Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάμψις
κάν
κᾱ̓́ν
κανᾱφόρος
καναχᾱ́πους
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
κάνδαυλος
κάνδυς
κανδύτᾱνες
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορίᾱ
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
View word page
κάνδαυλος
κάνδαυλοςalsoκάνδῡλοςουmloanwd. a kind of Lydian stewMen.

ShortDef

Lydian dish

Debugging

Headword:
κάνδαυλος
Headword (normalized):
κάνδαυλος
Headword (normalized/stripped):
κανδαυλος
IDX:
21013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21014
Key:
κάνδαυλος

Data

{'headword_display': '<b>κάνδαυλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάνδαυλος</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>κάνδῡλος</FmHL></VL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>loanwd.</Ety></HG> <nS1><Def>a kind of Lydian stew</Def><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάνδαυλος'}