Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
View word page
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̔δονᾱ́dial.f seeἡδονή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔δονᾱ́
Headword (normalized):
ᾱ̔δονᾱ́
Headword (normalized/stripped):
αδονα
IDX:
2100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2101
Key:
ᾱ̔δονᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔δονᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔δονᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG> <XR>see<Ref>ἡδονή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔δονᾱ́'}