Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
κάμπτω
καμπύλος
καμψιδίαυλος
καμψίπους
κάμψις
κάν
κᾱ̓́ν
κανᾱφόρος
καναχᾱ́πους
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχής
καναχίζω
View word page
καμψί-πους
καμψίπουςποδοςmasc.fem.adjπούς of an Erinysbending the footi.e. legswift-footedA.

ShortDef

bending the foot

Debugging

Headword:
καμψίπους
Headword (normalized):
καμψίπους
Headword (normalized/stripped):
καμψιπους
IDX:
21002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21003
Key:
καμψίπους

Data

{'headword_display': '<b>καμψί-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καμψί<hyph/>πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an Erinys</Indic><Def>bending the foot<Expl>i.e. leg</Expl></Def><Tr>swift-footed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καμψίπους'}