Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
View word page
ἅδον
ἅδονep.aor.2seeἁνδάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅδον
Headword (normalized):
ἅδον
Headword (normalized/stripped):
αδον
IDX:
2099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2100
Key:
ἅδον

Data

{'headword_display': '<b>ἅδον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἅδον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἁνδάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἅδον'}