Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπιστεύω
ἀποπλάζομαι
ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
View word page
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτήςοῦm fulfillerw.gen.of someone's choices, ref. to a daimonPl.

ShortDef

one who completes

Debugging

Headword:
ἀποπληρωτής
Headword (normalized):
ἀποπληρωτής
Headword (normalized/stripped):
αποπληρωτης
IDX:
209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-210
Key:
ἀποπληρωτής

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπληρωτής</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀποπληρωτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fulfiller<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone's choices, ref. to a daimon</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀποπληρωτής'}