Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
κάμπτω
καμπύλος
καμψιδίαυλος
καμψίπους
κάμψις
κάν
κᾱ̓́ν
κανᾱφόρος
καναχᾱ́πους
καναχέω
View word page
καμπτός
καμπτόςή όνadjof limbsflexiblePl.

ShortDef

flexible

Debugging

Headword:
καμπτός
Headword (normalized):
καμπτός
Headword (normalized/stripped):
καμπτος
IDX:
20998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20999
Key:
καμπτός

Data

{'headword_display': '<b>καμπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καμπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of limbs</Indic><Tr>flexible</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καμπτός'}