Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
κάμπτω
καμπύλος
καμψιδίαυλος
καμψίπους
κάμψις
View word page
καμμῡ́ω
καμμῡ́ωvb seeκαταμῡ́ω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμμῡ́ω
Headword (normalized):
καμμῡ́ω
Headword (normalized/stripped):
καμμυω
IDX:
20993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20994
Key:
καμμῡ́ω

Data

{'headword_display': '<b>καμμῡ́ω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καμμῡ́ω</HL><PS>vb</PS></HG> <XR>see<Ref>καταμῡ́ω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καμμῡ́ω'}