Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
κάμπτω
καμπύλος
καμψιδίαυλος
καμψίπους
View word page
κάμμορος
κάμμοροςονep.adjκατάμόρος of a personill-fated, unlucky, unhappyOd. AR.

ShortDef

subject to destiny

Debugging

Headword:
κάμμορος
Headword (normalized):
κάμμορος
Headword (normalized/stripped):
καμμορος
IDX:
20992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20993
Key:
κάμμορος

Data

{'headword_display': '<b>κάμμορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κάμμορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>κατά</Ref><Ref>μόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>ill-fated, unlucky, unhappy</Tr><Au>Od. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κάμμορος'}