Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
κάμπτω
καμπύλος
View word page
καμῑνώ
καμῑνώόοςfonly dat.
καμῑνοῖ
pejor., appos.w. γραῦςoven-womanOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμῑνώ
Headword (normalized):
καμῑνώ
Headword (normalized/stripped):
καμινω
IDX:
20990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20991
Key:
καμῑνώ

Data

{'headword_display': '<b>καμῑνώ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καμῑνώ</HL><Infl>όος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>only dat.</Lbl><Form>καμῑνοῖ</Form></Case></FG></HG> <nS1><Indic>pejor., appos.w. <Ref>γραῦς</Ref></Indic><Tr>oven-woman</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καμῑνώ'}