Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
View word page
ᾱ̔́δομαι
ᾱ̔́δομαιdial.pass.vbseeἥδομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔́δομαι
Headword (normalized):
ᾱ̔́δομαι
Headword (normalized/stripped):
αδομαι
IDX:
2098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2099
Key:
ᾱ̔́δομαι

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔́δομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔́δομαι</HL><PS>dial.pass.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἥδομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔́δομαι'}