Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
καμπτός
View word page
κάμηλος
κάμηλοςουfSemit.loanwd. camelA. Hdt. Ar. X. collectv.corps of camelscamelryin an armyHdt.

ShortDef

a camel

Debugging

Headword:
κάμηλος
Headword (normalized):
κάμηλος
Headword (normalized/stripped):
καμηλος
IDX:
20988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20989
Key:
κάμηλος

Data

{'headword_display': '<b>κάμηλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάμηλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety>Semit.loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>camel</Tr><Au>A. Hdt. Ar. X.<NBPlus/></Au></nS1> <nS1><Indic>collectv.</Indic><Def>corps of camels</Def><Tr>camelry<Expl>in an army</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάμηλος'}