Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
καμμῡ́ω
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
View word page
καμεῖν
καμεῖνaor.2 inf.seeκάμνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμεῖν
Headword (normalized):
καμεῖν
Headword (normalized/stripped):
καμειν
IDX:
20987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20988
Key:
καμεῖν

Data

{'headword_display': '<b>καμεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>καμεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κάμνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καμεῖν'}