Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
καλῶς
κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
κάμμορος
View word page
κάμαξ
κάμαξακοςf polesupporting vinesIl. Hes. shaftof a spear, meton. for spearA. E. Plu.oracle

ShortDef

a vine-pole, vine-prop

Debugging

Headword:
κάμαξ
Headword (normalized):
κάμαξ
Headword (normalized/stripped):
καμαξ
IDX:
20982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20983
Key:
κάμαξ

Data

{'headword_display': '<b>κάμαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάμαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pole<Expl>supporting vines</Expl></Tr><Au>Il. Hes.</Au></nS1> <nS1><Tr>shaft<Expl>of a spear, meton. for spear</Expl></Tr><Au>A. E. Plu.<LblR>oracle</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'κάμαξ'}