Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλύπτω
κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
καλῶς
κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
καμμονίη
View word page
καμάκινος
καμάκινοςη ονadjκάμαξof a spearapp.cane-shaftedX.

ShortDef

made of reed

Debugging

Headword:
καμάκινος
Headword (normalized):
καμάκινος
Headword (normalized/stripped):
καμακινος
IDX:
20981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20982
Key:
καμάκινος

Data

{'headword_display': '<b>καμάκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καμάκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάμαξ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a spear</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>cane-shafted</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καμάκινος'}