Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλύπτρᾱ
καλύπτω
κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
καλῶς
κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
καμῑνώ
View word page
κάμ
κάμdial.prepseeκατά

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάμ
Headword (normalized):
κάμ
Headword (normalized/stripped):
καμ
IDX:
20980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20981
Key:
κάμ

Data

{'headword_display': '<b>κάμ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κάμ</HL><PS>dial.prep</PS></HG><XR>see<Ref>κατά</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάμ'}