Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλυπτός
καλύπτρᾱ
καλύπτω
κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
καλῶς
κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
καμεῖν
κάμηλος
κάμῑνος
View word page
καλω-στρόφος
καλω-στρόφοςουmκάλως1στρέφω one who makes ropes by twistingthreadrope-makerPlu.

ShortDef

a rope-maker

Debugging

Headword:
καλωστρόφος
Headword (normalized):
καλωστρόφος
Headword (normalized/stripped):
καλωστροφος
IDX:
20979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20980
Key:
καλωστρόφος

Data

{'headword_display': '<b>καλω-στρόφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλω-στρόφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κάλως<Hm>1</Hm></Ref><Ref>στρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who makes ropes by twisting<Expl>thread</Expl></Def><Tr>rope-maker</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλωστρόφος'}