Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλυπτός
καλύπτρᾱ
καλύπτω
κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
καλῶς
κάλως
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμάκινος
κάμαξ
καμάρη
καματηρός
κάματος
καματώδης
View word page
καλῶς
καλῶςadvsee underκαλός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλῶς
Headword (normalized):
καλῶς
Headword (normalized/stripped):
καλως
IDX:
20976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20977
Key:
καλῶς

Data

{'headword_display': '<b>καλῶς</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καλῶς</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>καλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καλῶς'}