Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδμής
ἄδμητος
Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
View word page
ᾱ̓δολεσχικός
ᾱ̓δολεσχικόςή όνadj neut.sb.babble, prattlePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓δολεσχικός
Headword (normalized):
ᾱ̓δολεσχικός
Headword (normalized/stripped):
αδολεσχικος
IDX:
2096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2097
Key:
ᾱ̓δολεσχικός

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓δολεσχικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̓δολεσχικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>babble, prattle</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̓δολεσχικός'}